22 Απριλίου, 2018
Χανιά
Πρώιμη Ιστορία Τα Χανιά είναι η τοποθεσία σύμφωνα με την οποία οι Μινωίτες έκτισαν την...
Ο φάρος που έχει γίνει σήμα αναγνώρισης της πόλης σ’ όλο τον κόσμο. Η ιστορία του συνδέεται με την ιστορία του λιμανιού.
Τότε αποφάσισαν να οικοδομήσουν μια νέα πόλη πάνω στην αρχαία Κυδωνία (τα σημερινά Χανιά).
Το λιμάνι δεν είναι όλο φυσικό. Αρχίζει να κατασκευάζεται ανάμεσα στο 1320 και 1356μ.χ. το έργο συνεχίστηκε για τα επόμενα 200 χρόνια οπότε κατασκευάστηκε και ο φάρος σε διαφορετική μορφή από τη σημερινή.
Από το 1645 μέχρι το 1830 στην Κρήτη παρέμεναν Τούρκοι κατακτητές.
Αυτοί δεν χρησιμοποιούσαν το λιμάνι των Χανίων αλλά αυτό της Σούδας. Έτσι με τα χρόνια ο φάρος καταστράφηκε αφού κανείς δεν φρόντιζε για την συντήρησή του.
Το 1830 οι Aγγλοι έδωσαν την Κρήτη στους Αιγύπτιους. Τότε έγιναν πολλά δημόσια έργα.
Ο φάρος επισκευάστηκε πάνω στην αρχική του βάση. Όμως ο νέος φάρος είναι διαφορετικός από τον παλιό, μοιάζει πιο πολύ με μιναρέ.
Έχει εσωτερική σκάλα που οδηγεί σε μπαλκόνι με γυάλινο πυργίσκο.
Έρευνες που έγιναν τον τελευταίο καιρό για την αντικατάσταση του φάρου έδειξαν ότι η βάση του φάρου που είναι Ενετική χωρίζεται από τον υπόλοιπο φάρο με ξύλινη σχάρα.
Αν γυρίσουμε πίσω το χρόνο, αν ταξιδέψουμε απόψε στο παρελθόν της πόλης των Χανίων , κάποιους αιώνες πίσω, την εποχή της Ενετοκρατίας, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τα Χανιά και κατά την Ενετοκρατία και την Τουρκοκρατία είχαν αρκετά ανεπτυγμένο το εμπόριο και την ναυτιλία.
Όχι μόνον η εισαγωγή, αλλά και η εξαγωγή προϊόντων και διαφόρων ειδών ήταν αξιοσημείωτη. Ανάλογη με την κίνηση του εμπορίου ήταν και της ναυτιλίας, αν και διακινούνταν σχετικά λίγα πλοία λόγω της έλλειψης ευρέως και ασφαλούς λιμένος.
Ήταν από τότε κοινά παραδεκτό το γεγονός πως ο ανοιχτός κόλπος των Χανίων, εκτεθειμένος στις καιρικές συνθήκες, δεν ήταν ιδιαίτερα κατάλληλος για λιμάνι. Το φυσικό λιμάνι της Σούδας μάλιστα εξυπηρετούσε αρκετά ικανοποιητικά τις σχετικές ανάγκες.
Επί Ενετοκρατίας, το 1302, το θέμα τέθηκε στην κυβέρνηση από τον Ρέκτορα Marino Gradenigo η οποία και δέχτηκε την πρόταση.
Μεγάλο πρόβλημα ήταν το γεγονός ότι αυτό ήταν ακατάλληλο και ότι η ανατολική του λεκάνη υπέφερε από τις προσχώσεις, που δημιουργούσαν τα νερά της βροχής ή των υπονόμων.
Τα πλοία έρχονταν και έφευγαν σε ένα λιμάνι που ήταν μικρό και σχετικά αβαθές και ευπρόσβλητο στους βόρειους και δυτικούς ανέμους.
Έτσι συχνά στις εκθέσεις των αξιωματούχων αναφέρονται οι εργασίες που εκτελούνται, αλλά και η ανάγκη καθαρισμού και εκβάθυνσης της κύριας ανατολικής λεκάνης.
Το 1551 αναφέρεται η εκβάθυνση της λεκάνης στο Χανιώτικο λιμάνι και η κατασκευή τοίχου με επάλξεις κατά μήκος του λιμενοβραχίονα, ο οποίος είναι θεμελιωμένος πάνω σε μια σειρά υφάλους που έκαναν το λιμάνι απροσπέλαστο στα πλοία.
Για την ανανέωση του νερού και την αποφυγή επιχωματώσεων, δημιουργήθηκε ένα άνοιγμα πάνω στο λιμενοβραχίονα και στο κέντρο του κατασκευάστηκε ο προμαχώνας του Αγίου Νικολάου, που κάλυπτε τη μεγάλη απόσταση μέχρι την είσοδο του λιμανιού, την οποία και προστάτευε, σε συνδυασμό με το φρούριο Φιρκά.
Περίπου στα 1595 – 1601 κατασκευάστηκε από τους Ενετούς ένας Φάρος, θεμελιωμένος στο φυσικό βράχο, που λειτούργησε ως πυρσός ανοιχτής φλόγας (φρυκτωρία) κι αναφέρεται ως “φανάρι” σε σχεδιάγραμμα κάτοψης της πόλεως των Χανίων του 1689 του V. Coronelli.
Τεκμηριωμένη πληροφορία για το πρώτο του φωτιστικό μηχάνημα δεν υπάρχει όπως δεν υπάρχει και κάποιο στοιχείο που να δείχνει το πότε σταμάτησε να λειτουργεί ως πυρσός ανοιχτής φλόγας.
O νέος φάρος είναι όπως ήδη αναφέρθηκε, διαφορετικός από τον αρχικό και θυμίζει περισσότερο μιναρέ και ως προς την μορφή του και ως προς την εσωτερική του πέτρινη σκάλα, που οδηγεί στο μπαλκόνι με το γυάλινο πυργίσκο.
Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία μοιάζουν με αυτά των μιναρέδων, για αυτό και το μνημείο δεν κατατάσσεται σε κάποιον από τους τυποποιημένους πύργους των φάρων σε σχέση με την διατομή του. Είναι “φανός λιμένος” και αποτελείται μόνο από τον πύργο του φάρου, χωρίς την κατοικία των φυλάκων όπως οι υπόλοιποι φάροι.
Κι αυτό γιατί βρίσκεται σε κατοικημένη περιοχή οπότε δεν ήταν απαραίτητη η επίβλεψη της λειτουργίας του από μία εφαπτόμενη ή κοντινή στον πύργο κατοικία φυλακών. Παρά ταύτα, γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα, κατασκευάστηκε στην βάση του Φάρου κεραμοσκεπής κατοικία φυλάκων, που όμως κατεδαφίστηκε πριν το 1967.
Το πάχος της λιθοδομής είναι 60 εκ. του μέτρου περίπου σε όλο το ύψος του πύργου.
Στην κορυφή κάθε τμήματος του πύργου που αλλάζει η διατομή υπάρχει διάζωμα αντίστοιχης κάτοψης ενώ τα τμήματα κάτω από τα διαζώματα είναι διακοσμημένα με ανάγλυφα στοιχεία.
Σε όλο το ύψος τους εσωτερικά υπάρχει κλίμακα από λιθοδομή που λειτουργεί και ως ελικοειδές στοιχείο ακαμψίας.
Το 1864 ο Φάρος περιήλθε στην δικαιοδοσία της γαλλικής εταιρίας Οθωμανικών Φάρων και λειτούργησε με φωτιστικό μηχάνημα “κατοπτρικό Δ’ τάξεως”. Κατά το τέλος της τουρκικής κατοχής κατασκευάστηκε η σκάλα της ανατολικής πλευράς, στην είσοδο δηλαδή του πύργου του Φάρου.
Το περιμετρικό συμπαγές πέτρινο στηθαίο, το οκταγωνικό φυλάκιο με το μικρό τρούλο είναι νεότερες κατασκευές. Έχουν επίσης δημιουργηθεί αγωγοί μέσω των οποίων διέρχεται θαλάσσιο νερό κάτω από την επιφάνεια της βάσης του φάρου.
Σταματούσαν “αρόδω” όταν οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν, και οι επιβάτες και τα φορτία μεταφέρονταν με βάρκες στο χώρο μπροστά από τέμενος Κιουτσούκ Χασάν, το γνωστό μας Γιαλί Τζαμίσι.
Κι ο περιηγητής Ρολλαίν σημειώνει: “Η πόλις των Χανίων έχει λιμένα τεχνητόν, τον μεγαλείτερον των τεχνιτών λιμένων των τριών μεγάλων Κρητικών πόλεων.
Ο λιμήν είναι κλειστός από το μέρος του πελάγους δι’ ενός συγκροτήματος εκ βράχων οίτινες υπερέχουν ολίγων της θαλάσσης και επ’αυτών δια μολώσεως εκτείνειται εις κυματοθραύστης μήκους 377 μέτρων με ένα εν τω μέσω προμαχώνα και με ένα εις το άκρον Πύργον όστις χρησιμεύει ο φάρος.
Ο λιμήν ούτος δεν δύναται να δεχθεί περισσότερα των 40 πλοίων των 300 τόνων”.
“Η πόλις έχει το πλείστον λιθοστρώτους και στενάς οδούς, μικράν πλατείαν των Μαυροβουνίων καλούμενην (πρότερον Σανδριβάνι) και πλακόστρωτον προκυμαίαν.
Ο λιμήν των Χανίων είναι μικρός και σχετικώς αβαθύς δεχόμενος εν τοις ύδασιν αυτού μικράς χωρητικότητας ατμόπλοια, λίαν δε επισφαλής άτε προσβαλλόμενος υπό βορείων και δυτικών ανέμων. Εις την είσοδο αυτού αριστερά ως προς τον εισπλέοντα υπάρχει φάρος με ακίνητον λευκό φως ορατόν εξ’αποστάσεως 12 μιλίων”.
Σημειώνεται ότι οι φάροι την Κρήτης δεν αναφέρονται στον έγκυρο φαροδείκτη του Λυκούδη του 1914 διότι προφανώς δεν θα είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία παράδοσης – παραλαβής τους από την Γαλλική εταιρία και το Ελληνικό πολεμικό ναυτικό.
Ο Χανιώτικος Φάρος λειτούργησε το 1933 ως φανός λιμένος “ερυθρός σταθερός”, αλλά το 1941 το φωτιστικό του μηχάνημα καταστράφηκε από τους Γερμανούς. το οποίο και αποκαταστάθηκε αργότερα και ο φάρος επαναλειτούργησε το 1945.
Το 1962 το φορτηγό πλοίο “Άφοβος” προσέκρουσε στη βορειοδυτική γωνία της βάσης του φάρου, που τμήμα της είχε ήδη καταρρεύσει, με αποτέλεσμα να αποκολληθεί το βόρειο τμήμα της τοιχοποιίας.
Ο φάρος μας, το στολίδι και σήμα κατατεθέν της πόλης , έχει ύψος 21 μ., με ύψος εστίας από την επιφάνεια της θάλασσας, 26 μέτρα και το φως του φτάνει σε απόσταση 7 μιλίων. Είναι ο παλαιότερος που σώζεται μέχρι σήμερα, όχι μόνο των Ελληνικών παραλίων αλλά και της Μεσογείου κι ένας από τους παλαιότερους στον κόσμο.
Μα το φως του δεν φωτίζει μόνο τα σκοτεινιασμένα, ανταριασμένα πέλαγα.
Σαν παλμός της καρδιάς της αγαπημένης πόλης μας, αναβοσβήνει και φωτίζει και τις δικές μας καρδιές στις μπόρες και στις φουρτούνες που περνούμε.
Και αυτό το άσβεστο φως που αδιάκοπα χτυπά μέσ’το σκοτάδι, ελπίδα είναι και παρηγοριά, όχι μόνο των ναυαγών της θάλασσας μα και των θαλασσοδαρμένων της ζωής.
Κι είναι σαν να λέει γλυκά: “Βάστα καρδιά και χτύπα στο ρυθμό μου. θα ξημερώσει ξαστεριά, και στο δικό σου πέλαγο.”.
* Η κ. Ζαχαρένια Σημαντηράκη είναι Προϊσταμένη του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης.
Κτίστηκε προς τιμήν του πρώτου φρουράρχου των Χανίων Κιουτσούκ Χασάν και μετά από έρευνα της 13ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, διαπιστώθηκε ότι στη θέση του υπήρχε μικρός μονόχωρος ναός.
Το τζαμί αποτελείται από ένα κυβικό κτίσμα και καλύπτεται από ένα μεγάλο ημισφαιρικό χωρίς τύμπανο τρούλο που τον στηρίζουν τέσσερα περίτεχνα πέτρινα τόξα. Από τη δυτική και τη βόρεια πλευρά του, περιβάλλεται από στοά, που είναι στεγασμένη από έξι μικρούς τρούλους χωρίς τύμπανο. Αρχικά η στοά ήταν ανοικτή όπως συνηθίζεται στα τζαμιά. Γύρω στα 1880 η στοά μετατράπηκε σε κλειστή με τοξωτά ανοίγματα και έντονα νεοκλασικό ύφος.
Το τέμενος Κιουτσούκ (μικρού) Χασάν ή Γιαλί Τζαμισί (τζαμί του γιαλού) στα Χανιά, όπως επικράτησε να λέγεται, αποτελεί λαμπρό δείγμα ισλαμικής τέχνης της Αναγέννησης, ήταν έργο Αρμενίου αρχιτέκτονα, που είχε κατασκευάσει και άλλο όμοιό του στο χωριό Σπανιάκο του Σέλινου Χανίων. Το τζαμί, στην αυλή του οποίου υπήρχαν φοινικόδεντρα και τάφοι πασάδων και γενιτσάρων, σταμάτησε τη λειτουργία του το 1923 και σήμερα είναι αναπαλαιωμένο, χωρίς όμως τον μικρό αλλά γραφικό μιναρέ του που κατεδαφίστηκε το 1920 (κατ’ άλλους το 1939). Κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε ως Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων, αποθήκη, Μουσείο λαϊκής τέχνης στα Χανιά.
Εδώ βρίσκονται οι τάφοι του γνωστού Ελληνα πολιτικού Ελευθέριου Βενιζέλου και του γιού του Σοφοκλή Βενιζέλου, όπως και η μικρή εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Γύρω από τους τάφους έχει διαμορφωθεί ένα όμορφο μικρό πάρκο και η θέα προς τα Χανιά είναι ανεμπόδιστη.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην ελληνική ιστορία, γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη το 1864 και πέθανε αυτοεξόριστος στο Παρίσι το 1936. Την τοποθεσία για την ταφή του την είχε επιλέξει ο ίδιος, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά από το σπίτι του στην Χαλέπα. Η σορός του μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε εδώ, ενώ το 1965 χτίστηκε ο τάφος του γιού του Σοφοκλή, που διατέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας από το 1943 μέχρι το 1952.
Στο ίδιο αυτό σημείο βρίσκεται το άγαλμα του Σπύρου Καγιαλεδάκη ή Καγιαλέ που στις 9 Φεβρουαρίου του 1897 (Επανάσταση του 1897), την ώρα του μεγάλου βομβαρδισμού των επαναστατημένων Κρητικών από το στόλο των Μεγάλων Δυνάμεων, αυτός έκανε το κορμί του κοντάρι για να σηκώσει ψηλά την Ελληνική σημαία που οι οβίδες των καραβιών είχαν ρίξει στο έδαφος.
Αν βρεθείτε στους τάφους των Βενιζέλων για να δείτε τα Χανιά από ψηλά, μπορείτε να απολαύσετε το ποτό ή τον καφέ σας σε γειτονική καφετέρια, τη γνωστή Κουκουβάγια, που επίσης προσφέρει υπέροχη θέα.
Μέχρι τα μέσα και τέλη του 19ου αιώνα εδώ ήταν η άκρη της πόλης. Σε αυτό το χώρο βρίσκονταν πρόχειρα εγκατεστημένα κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, καταστήματα λαχανικών, χάνια κ.λ.π.
Όπως θα λέγαμε με σύγχρονους όρους, εδώ ήταν η υπαίθρια λαϊκή αγορά όπου οι χωρικοί έφερναν τα προϊόντα τους να τα πουλήσουν.
Η εικόνα που παρουσίαζαν ήταν άσχημη για αυτό ο δήμος Χανίων αποφάσισε το 1908 να καλλωπίσει το μέρος χτίζοντας μία δημοτική αγορά. Σε σχέδιο του ντόπιου μηχανικού Δρανδάκη, ακολουθώντας το πρότυπο της σκεπαστής αγοράς της Μασσαλίας, ξεκίνησε το χτίσιμο το 1911.
Η δημοτική αγορά χτίστηκε εκεί που βρίσκονταν ο ενετικός προμαχώνας Piatta forma. Φυσικά για να συμβεί αυτό προηγήθηκε η κατεδάφιση μεγάλου μέρους των ενετικών τειχών στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης της πόλης. Τα μέτρα για την προστασία των βυζαντινών και βενετικών οχυρώσεων θεσπίστηκαν πολύ αργότερα, τη δεκαετία του 1960.
Η Δημοτική αγορά εγκαινιάστηκε το 1913 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Έχει σχήμα σταυρού και 4 πόρτες, μία σε κάθε πτέρυγα, που κλείνουν για να παρέχουν ασφάλεια στα καταστήματα που στεγάζονται εδώ. Στεγάζει 76 καταστήματα μεταξύ άλλων κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, φαρμακείο, παντοπωλεία κ.λ.π. Αποτελεί αρχιτεκτονικό στολίδι για τα Χανιά και είναι μία από τις εντυπωσιακότερες στο βαλκανικό χώρο.
Ακριβώς απέναντι από τη Δημοτική Αγορά είναι το ξενοδοχείο «Κύδων». Μέχρι τον προηγούμενο αιώνα εδώ ήταν το περίφημο London Bar. Πρόκειται για ένα καφέ όπου διασκέδαζαν οι στόλοι των προστάτιδων Μεγάλων Δυνάμεων επί Κρητικής Πολιτείας ψυχαγωγούμενοι από αρτίστες φερμένες από την Ευρώπη. Όσοι έχουν διαβάσει τον «Αλέξη Ζορμπά» του Ν. Καζαντζάκη, θα αναγνωρίσουν σίγουρα το όνομα μαντάμ Ορτάνς. Η διάσημη αυτή αρτίστα στα νιάτα της ήταν η πρώτη που επιδόθηκε σε θεαματικό στριπ τίζ σ’ αυτό ακριβώς το χώρο στα Χανιά της αρχής του 20ου αιώνα.
Σύμφωνα με την παράδοση που επιβεβαιώνεται και από έγγραφα των αρχείων της Βενετίας, κτίστηκε από τους αδελφούς Ιερεμία και Λαυρέντιο Τζαγκαρόλους
Οι οποίοι καταγόταν από μεγάλη Βενετοκρητική οικογένεια και είχαν ισχυρή επιρροή τόσο στον Ορθόδοξο πληθυσμό όσο και στους Καθολικούς Βενετούς.
Ο Ιερεμίας ήταν ένας σπουδαίος λόγιος, φίλος του μεγάλου Πατριάρχη Αλεξάνδρειας Μελετίου Πηγά και υποψήφιος ο ίδιος για το θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ήταν κάτοχος της Ελληνικής και Λατινικής παιδείας, όπως φαίνεται από τα γραφτά του, αλλά και τις δίγλωσσες επιγραφές που σώζονται σε μεγάλο αριθμό στα κτίσματα της Μονής.
Η παιδεία του και οι γνώσεις του πάνω στη σύγχρονη Ευρωπαϊκή Αρχιτεκτονική της εποχής του είναι φανερές από το ίδιο το συγκρότημα που σχεδίασε και έκτισε και όπου έχουν εντοπιστεί συγκεκριμένες επιδράσεις από το Βερονέζο αρχιτέκτονα του 16ου αιώνα Sebastiano Serlio.
Στη θέση της Αγίας Τριάδος υπήρχε μικρή Μονή που ανήκε στον ιερομόναχο Ιωακείμ Σοφιανό και η οποία ήταν σε παρακμή μετά το θάνατό του.
Για το λόγο αυτό ανατέθηκε από τις Βενετσιάνικες αρχές στον ιερομόναχο της Μονής της Αγίας Κυριακής Ιερεμία Τζαγκαρόλο η ανασυγκρότησή της το 1611.
Ο Ιερεμίας αρχίζει την ανοικοδόμηση ενός πολύ μεγάλου συγκροτήματος που θα συνεχίσει ο αδελφός του Λαυρέντιος μετά το θάνατό του, γύρω στα 1634.
Στα 1645 τα Χανιά πέφτουν στα χέρια των Τούρκων και διακόπτονται οι οικοδομικές εργασίες που είχαν φτάσει στη βάση του μεγάλου τρούλου.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η Μονή είναι γνωστή ως Selvili Manastir (το Μοναστήρι με τα κυπαρίσσια) και βρίσκεται συχνά σε δύσκολη θέση, όπως μας πληροφορούν τα έγγραφα και οι περιηγητές.
Στη μεγάλη ελληνική επανάσταση του 1821 οι μοναχοί φεύγουν χωρίς όμως να προλάβουν να κρύψουν τα πολύτιμα κειμήλια που καίγονται από την πυρπόλυσή της, ή αρπάζονται.
Μετά από την επανάσταση η Μονή ανασυγκροτείται και ολοκληρώνονται οι οικοδομικές εργασίες. Στα χρόνια αυτά είχε αποκτήσει μεγάλη κτηματική περιουσία και είχε πολλά εξαρτήματα (μετόχια), ακόμη και στη Σμύρνη.
Η μονή από τα έσοδά της συμβάλει στη συντήρηση των Ελληνικών σχολείων των Χανίων, ενώ από το 1892 λειτουργεί Ιεροδιδασκαλείο στα κτίσματα που κατασκευάζονται στην ανατολική πτέρυγα.
Με πλήθος επισκεπτών, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του τόπου για την ανάδειξη του οποίου φροντίζει επιμελώς η αδελφότητα της Μονής σε αγαστή συνεργασία με το ΥΠΠΟ και την τοπική 28η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Χανίων.
Η κατασκευή του ξεκίνησε περίπου στα μέσα του 16ου αι. και ολοκληρώθηκε μερικά χρόνια πριν την πτώση της πόλης και την κατάληψή της από τους Τούρκους το 1645.
Το κάστρο βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του ενετικού λιμένα των Χανίων. Σε περίπτωση πολιορκίας, μια χοντρή αλυσίδα από τον Φιρκά μέχρι τη βάση του φάρου στο άλλο άκρο της εισόδου, έκλεινε το λιμάνι.
Αν και το κάστρο είναι Βενετσιάνικο, το σημερινό όνομά του είναι τουρκικό. Οι Ενετοί αποκαλούσαν το κάστρο Revellino. Οι Τούρκοι το χρησιμοποιούσαν κυρίως σαν στρατώνα. Ο στρατώνας στα τούρκικα είναι Φίρκα.
Εσωτερικά ο χώρος ήταν διαμορφωμένος με κατάλληλα κτίσματα σε στρατώνες και αποθήκες πολεμικού υλικού. Επίσης ήταν η έδρα του στρατιωτικού διοικητή της πόλης. Στο μέσον περίπου της αυλής υπάρχει μια μεγάλη θολωτή δεξαμενή που συγκέντρωνε τα βρόχινα νερά των στεγών.
Τη βόρεια πλευρά του Revellino καταλαμβάνει το συγκρότημα των έξι συνεχόμενων θόλων στους οποίους υπήρχαν οι μεγάλες κανονιοθυρίδες (casematte) μία σε κάθε θόλο, σχεδιασμένες έτσι ώστε τα πυρά των πυροβόλων να καλύπτουν την είσοδο του λιμανιού.
Οι χώροι των θόλων χρησιμοποιήθηκαν σαν φυλακές από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας μέχρι τα χρόνια του εμφύλιου πολέμου. Στο γωνιακό πυργίσκο του φρουρίου υψώθηκε συμβολικά την 1 Δεκεμβρίου 1913 η σημαία της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα.
Ένας όμορφος χώρος που φιλοξενεί πάρα πολλές εκθέσεις και άλλα πολιτιστικά δρώμενα. Έχει διατηρηθεί η κλασική Βενετσιάνικη αρχιτεκτονική του με την πέτρα και το ξύλο και αποτελεί ένα στολίδι για το λιμάνι των Χανίων που θαυμάζουν οι επισκέπτες του νησιού από όλο τον κόσμο.
Ονομάστηκε από τους Ενετούς Sabionera (Πύλη της Άμμου) λόγω της αμμώδους παραλίας που υπήρχε εκεί. Η πύλη έκλεινε με μία επιβλητική καστρόπορτα κατασκευασμένη από χονδρό ξύλο και σιδερένια επένδυση.
Η Σαμπιονάρα καταστράφηκε το 1645 κατά την πολιορκία της πόλης των Χανίων από τους Τούρκους οι οποίοι αργότερα φρόντισαν να την ξαναχτίσουν αλλά με μικρότερες διαστάσεις για να προστατεύεται ευκολότερα από εχθρικές επιδρομές, την ονόμασαν δε Κουμ Καπί (Kum-Kapisi) που στα Τουρκικά και πάλι σημαίνει “Πύλη της Άμμου”. Με το όνομα “Κουμ Καπί” είναι γνωστή στις μέρες μας όλη η ευρύτερη περιοχή, που στεγάζει σημαντικό μέρος της νυχτερινής ζωής της πόλης.
Ο προμαχώνας δίπλα στον οποίο βρίσκεται η πύλη φέρει το όνομα του Ενετού Mocenigo και είναι χτισμένος μέσα στη θάλασσα, τη νότια δε πλευρά του κοσμεί έμβλημα με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, οικόσημα και τη χρονολογία 1591.
Νότια της πύλης βρίσκονται τα λείψανα του επιπρομαχώνα Σαμπιονάρα ο οποίος καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Ο Δημοτικός Κήπος των Χανίων φιλοξενεί πάρα πολλά είδη δέντρων, θάμνων, καρποφόρων και καλλωπιστικών φυτών, όπως και μικρό ζωολογικό κήπο με ζώα της κρητικής πανίδας. Στην τεράστια έκτασή του στεγάζονται η δημοτική παιδική βιβλιοθήκη, ο δημοτικός κινηματογράφος και μια καφετέρια, μισθωμένη από τον Δήμο.
Ο Δημοτικός Κήπος των Χανίων ήταν έργο του Ρεούφ Πασά, και επέβλεψε ο ίδιος τη διαμόρφωσή του. Σχεδιάστηκε το 1870 και ήταν το πρώτο κοινωφελές έργο στην πόλη. Στον Μπαξέ, όπως τον έλεγαν, φυτεύτηκαν κυρίως αειθαλή δέντρα. Τα μονοπάτια χαράχθηκαν σύμφωνα με τα τότε ευρωπαϊκά πρότυπα και στρώθηκαν με χοντρή άμμο.
Το 1898 δημιουργήθηκε στη βορειοδυτική γωνιά του Δημοτικού Κήπου ένα κτίσμα που χρησίμευσε ως θέατρο, κυβερνητικό τυπογραφείο, αίθουσα χορών, ενώ έμελλε τα επόμενα χρόνια να στεγάσει και την Κρητική Βουλή.
Το 1918 ο Δημοτικός Κήπος Χανίων ανασκευάζεται. Φυτεύονται νέα δέντρα και φυτά. Το παρτέρι στην είσοδο εμπρός και δεξιά διαμορφώνεται σε πεταλούδα που κάθεται πάνω σε λουλούδι και το μεγάλο κεντρικό παρτέρι σε σχήμα αρχαϊκού αμφορέα. Ένας λαβύρινθος με μια μόνο είσοδο διαμορφώνεται στο δυτικό τμήμα του Κήπου, για περιπλάνηση ανάμεσα σε σκιερά δρομάκια.
Στη βορειοανατολική γωνία του Δημοτικού Κήπου άρχισε το 1924 να χτίζεται το Ρολόι του Κήπου. Το 1936 δημιουργήθηκε το κτίριο που φιλοξενεί ως σήμερα το «Καφέ Κήπος». Χώρος ιστορικός, καθώς έχει φιλοξενήσει προσωπικότητες όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Νίκος Καζαντζάκης.
Τελικά επεκράτησε σαν ένα γενικότερο σκεπτικό το να υπάρξει η δυνατότητα έναρξης της λειτουργίας της Δημοτικής Πινακοθήκης.
Παράλληλα έγινε προσπάθεια μιας κατά το δυνατόν ιστορικού χαρακτήρα προσέγγισης της υπάρχουσας συλλογής, ακριβώς για να ανιχνευθεί η πορεία των πραγμάτων σε τοπικό επίπεδο και από ιστορική άποψη.
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η συλλογή του Δήμου Χανίων αριθμεί σήμερα πολλά ακόμη έργα πολλών καλλιτεχνών που για λόγους συντήρησης, αποκατάστασης φθορών κλπ, δε στάθηκε δυνατόν να εκτεθούν.
Τώρα ο Δήμος Χανίων με δεδομένη την ύπαρξη και την λειτουργία της Δημοτικής Πινακοθήκης στοχεύει στην ανάδειξη του χώρου αυτού όχι τόσο σαν ένα χώρο μουσειακό όσο σαν ένα χώρο προστασίας και διάσωσης του πολιτισμού με την ευρύτερη δυνατή έννοια. Σ’ ένα χώρο δηλαδή σύγχρονο όπου οι διάφοροι τομείς της Τέχνης, της Επιστήμης και του Λόγου θα μπορούσαν να συνυπάρξουν αναζητώντας ο ένας τη συνδρομή του άλλου ώστε να γίνει εφικτή η υλοποίηση στόχων και οραμάτων που ο καθένας από αυτούς τους τομείς της εκδήλωσης του Ανθρώπινου πνεύματος μπορεί να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο.
Με μια σύγχρονη και ανταποκρινόμενη στους καιρούς μας έννοια, αρμόζει πολύ περισσότερο η Δημοτική Πινακοθήκη να αποτελεί ένα Κέντρο πολιτιστικής παιδείας, με βάση ίσως τα εικαστικά αλλά και με ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο δραστηριοτήτων.
Ας μη λησμονούμε ότι “Δεν υπάρχουν σύνορα εκεί που τελειώνει το βασίλειο της Επιστήμης και αρχίζει το βασίλειο της Τέχνης. Ο Uomo Universale της Αναγέννησης ήταν πολίτης και των δυο”.
Ας αναζητήσουμε λοιπόν στη συνδρομή και στη προσφορά της Τέχνης, της Επιστήμης και του Λόγου τον τρόπο και το μέσον με τα οποία θα προστατεύσουμε και θα διασώσουμε, θα παράγουμε και θα δημιουργήσουμε, θα προωθήσουμε και θα διασώσουμε το ένα και μοναδικό στοιχείο που αποτελεί την εγγύηση για τη διασφάλιση της ύπαρξης της Ανθρώπινης υπόστασής μας, τον Πολιτισμό!
Ουσιαστικά λειτουργούσε ως μνημείο της επιτυχίας των Ναζί να καταστρέψουν 2.300 χρόνια εβραϊκής ζωής στο νησί της Κρήτης. Χρειάστηκαν τρία χρόνια, από το 1996 έως το έτος των επαν-εγκαινίων της, το 1999, για να αποκατασταθεί βήμα-βήμα και με επιμέλεια η δομή του κτιρίου. Η φιλοσοφία που ενέπνευσε όλη αυτήν την προσπάθεια συμπυκνώνεται στην εβραϊκή ρήση ‘‘Am Israel Hayy’’, που σημαίνει «οι άνθρωποι του Ισραήλ ζουν».
Το 1996 η Συναγωγή Ετζ Χαγίμ συμπεριλήφθηκε στη λίστα των πιο σημαντικών μνημείων σε κίνδυνο του World Monument Fund (Παγκόσμιο Ταμείο Μνημείων), όμως σήμερα στέκει ως ζωντανή δήλωση της εβραϊκής ζωής και των αξιών της.
Σας προσκαλούμε να εξερευνήσετε την πλούσια ιστορία, όπως και τις τρέχουσες δραστηριότητες και εκδηλώσεις της Συναγωγής.
Αρκετό καιρό πριν την ανακάλυψη των ταχύτατων και βολικών μέσων συγκοινωνίας και επικοινωνίας, η Κρήτη απολάμβανε την απομόνωσή της ως νησί, αλλά ταυτόχρονα καθοριζόταν και από τη θέση της, ως σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου. Λίγο μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου η αλληλεπίδραση του ελληνικού πολιτισμού με τους μεγάλους ανατολικούς πολιτισμούς της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας δημιούργησαν τον ελληνιστικό κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο οι Εβραίοι ξεκίνησαν από πολύ νωρίς να εγκαθίστανται σε μερικές από τις μεγάλες νεοϊδρυθείσες πόλεις, όπως ήταν η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια. Φαίνεται ότι ο κοσμοπολιτισμός του ελληνισμού προσέλκυσε στην Κρήτη τις πρώτες εβραϊκές κοινότητες, οι οποίες γρήγορα υιοθέτησαν την ελληνική γλώσσα και, ως έναν βαθμό, τον ελληνικό πολιτισμό.
Αυτοί οι Εβραίοι του ελληνιστικού κόσμου αποτέλεσαν την απαρχή των εβραϊκών κοινοτήτων της Κρήτης, οι οποίες παρέμειναν ζωντανές για περίπου 2.000 χρόνια. Αναπόφευκτα, μαζί με τον υπόλοιπο πληθυσμό του νησιού οι κοινότητες αυτές κέρδισαν αλλά και υπέφεραν από τη ιδιαίτερη γεωγραφική θέση της Κρήτης, ανάμεσα στην απομόνωση και το στρατηγικό της στίγμα. Υπό την ρωμαϊκή, τη βυζαντινή, την ενετική και την οθωμανική κατάκτηση οι εβραϊκές κοινότητες ανέπτυξαν έναν διακριτό χαρακτήρα, που αφενός φανέρωνε τη σύνδεσή τους με την αρχαιότητα, αφετέρου έφερε, μετά τον 15οαιώνα, στοιχεία τις πλούσιας σεφαραδίτικης ταυτότητας που ευρέως διαδόθηκε στην ανατολική Μεσόγειο.
Οι τελευταίοι κατακτητές του νησιού ήταν οι Γερμανοί, οι οποίοι κατέλαβαν το νησί το 1941. Η ναζιστική ιδεολογία τους οδήγησε στη καταστροφή της τελευταίας εβραϊκής κοινότητας της Κρήτης, αυτής των Χανίων, το 1944. Μέχρι τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν καταστραφεί στο νησί πέντε συναγωγές, πράγμα που συνέβη επίσης με τα εβραϊκά νεκροταφεία και σχολεία και μόνο η βεβηλωμένη και παραμελημένη συναγωγή Ετζ Χαγίμ απέμεινε μάρτυρας της εβραϊκής ζωής στην Κρήτη.
Το 1995 το Παγκόσμιο Ταμείο Μνημείων ξεκίνησε τις εργασίες ανακαίνισης της Συναγωγής, η οποία επαν-εγκαινιάστηκε το 2000 ως χώρος προσευχής, μνήμης και συμφιλίωσης.
Άνοιξε τις πόρτες του το 2014 και από τότε έχει δεχτεί επισκέπτες και σχολεία. Ανάμεσα στις δραστηριότητές του περιλαμβάνονται κρητικές συντροφιές και εργαστήρια που έχουν σχέση με την παράδοση όπως παραγωγής σαπουνιού από ελαιόλαδο, υφαντικής τέχνης και παραδοσιακών παιχνιδιών.
Το μουσείο περιλαμβάνει μια συλλογή αντικειμένων καθημερινών και ιδιαίτερων τα οποία ανήκουν σε οικογένειες της περιοχής και έχουν παραχωρηθεί. Εδώ ο επισκέπτης μπορεί να γνωρίσει την τοπική παράδοση και την αγροτική ζωή στην Κρήτη. Να μάθει για την αγροτική αρχιτεκτονική, τις καθημερινές ασχολίες, τα ήθη και τα έθιμα, την παραγωγή ρακής και κρασιού. Η συλλογή συνεχώς βελτιώνεται με τη στήριξη εθελοντών και δωρεών.
Στόχος του Κρητικού αγροτικού σπιτιού είναι να γίνει ένα σημείο πληροφόρησης για τους επισκέπτες και να πραγματοποιηθούν συστηματικές εκδηλώσεις εκπαιδευτικού χαρακτήρα και να διαφυλάξει τον αγροτικό χαρακτήρα της κρητικής παράδοσης. Στα άμεσα σχέδια είναι η συλλογή παλιών φωτογραφιών του χωριού.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο ιδρυτής τους Γιάννης Γαρεδάκης, απέκτησε την πρώτη επαφή με την δημοσιογραφία εργαζόμενος στην ιστορική εφημερίδα των Χανίων «Παρατηρητής» αλλά και στο αθηναϊκό «Βήμα», ενώ παράλληλα επί 20 χρόνια ήταν στη δημοσιογραφική ομάδα που κάλυπτε τις εφημερίδες του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη στην Κρήτη. Το 1967, σε χρόνους δύσκολους για εφημερίδες, κυκλοφόρησαν τα «Χανιώτικα νέα».
Όπως έχει αναφέρει ο ίδιος “Στο χώρο του επαρχιακού Τύπου βρέθηκα νεαρός, στην ιστορική εφημερίδα «Παρατηρητής» του αείμνηστου πολιτικού Πολυχρόνη Πολυχρονίδη. Θα έλεγα εξ ανάγκης. Δεν το μετάνιωσα. Μάλιστα, μπορώ να πω ότι φάνηκα και τυχερός.
Έτσι, ξαφνικά βρέθηκα σ’ ένα υπόγειο, στριμωγμένος σε μια γωνιά, να απομαγνητοφωνώ ειδήσεις -τότε βλέπετε δεν υπήρχαν πρακτορεία, διαδίκτυο κ.λπ.-, να κάνω διορθώσεις. Κι απέναντί μου, μπροστά στους τυπογραφικούς πάγκους, στις «κάσες» -όπως τις αποκαλούσαμε- με τα γράμματα, οι τυπογράφοι, γράμμα-γράμμα να γραφούν, να συνθέτουν τα κείμενα. Όρθιοι επί ώρες, σχεδόν αμίλητοι, λες και βρίσκονταν σε κάποια ιεροτελεστία, γέμιζαν τα συνθετήρια με προτάσεις, τους σελιδοθέτες με ολοκληρωμένα κείμενα και στη συνέχεια με τις σελίδες της εφημερίδας.
Κούραση και υπερηφάνεια στο τέλος της δουλειάς. Τελευταίο σκούπισμα – χάϊδεμα το έβλεπα εγώ- της τυπογραφικής πλάκας, της δουλειάς τους, πριν το πιεστήριο μπει μπροστά.
Κι όλοι να περιμένουν το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο φύλλο. Να πάρουν εφημερίδα τρεις, τέσσερις η ώρα το πρωί και μετά να πάνε για ύπνο. Κούραση αλλά η ικανοποίηση φανερή.
Ίδιες εικόνες για μερικά χρόνια κι όταν προχώρησα στην έκδοση των «Χανιώτικων νέων» με τη βοήθεια μερικών φίλων.
Τυπογράφοι και λινοτύπες μαζί σε ανήλιαγα υπόγεια και αποθήκες, έδιναν τον αγώνα για κάθε μορφή έκδοσης.
Με αγάπη και σεβασμό απέναντι στα άψυχα αντικείμενα της δουλειάς τους…
Αυτά τα τυπογραφικά αντικείμενα, τα τυπογραφικά μηχανήματα, οι τυπογράφοι, οι χειριστές τους, δεν έπρεπε να ξεχαστούν.
Να διατηρηθούν αντικείμενα και μηχανήματα, να τιμηθεί η μνήμη των τυπογράφων – χειριστών, ήταν μια πρώτη σκέψη.
Η ιδέα της δημιουργίας ενός Μουσείου Τυπογραφίας άρχισε να στριφογυρίζει από τότε, πριν τρεις δεκαετίες, περίπου, στο μυαλό μου”.
«Με την πάροδο των χρόνων τα οικονομικά της εφημερίδας χάρη στο αναγνωστικό της κοινό και στους διαφημιζόμενους πελάτες βρέθηκαν σε καλύτερη μοίρα. Και η περιπλάνηση, η αναζήτηση στο θαυμαστό κόσμο της τυπογραφίας, των ανθρώπων της για τη δημιουργία του Μουσείου αρχίζει.
Μια αναζήτηση, βέβαια, που δεν θα είχε αποτέλεσμα, αν σ’ αυτό το όνειρο και την πορεία δεν γινόταν κοινωνός ο από παλιά φίλος και συνεργάτης Μιχάλης Γρηγοράκης».
Σταδιακά άρχισε η προσπάθεια για τη συγκέντρωση τυπογραφικών πιεστηρίων και άλλων αντικειμένων που σχετίζονται με την τέχνη της τυπογραφίας, διαδικασία που οδήγησε στη γέννηση του Μουσείου Τυπογραφίας της εφημερίδας «Χανιώτικα νέα», το οποίο εγκαινιάστηκε τον Μαΐο του 2005.
Για την υλοποίηση του μουσείου και την μετέπειτα εξέλιξή του εργάστηκαν οι: Μιχάλης Γρηγοράκης, επί χρόνια υπεύθυνος του αρχείου της εφημερίδας “Χανιώτικα νέα”, Κούλα Καμπάνη, αρχιτέκτονας, Cornelius Schenk, τυπογράφος από την Ολλανδία, Αντώνης Παπαντωνόπουλος τυπογράφος – γραφίστας, Γιώργος Μαρουλοσηφάκης παλιός τυπογράφος – δημοσιογράφος, Νίκος Κοσμαδάκης και Ελένη Σταυρίδη, γραφίστες, Μυρτώ Κοντομιτάκη, μουσειολόγος, Μανώλης Γαρεδάκης, εκδότης της εφημερίδας “Χανιώτικα νέα” και Έλια Κουμή, διευθύντρια του μουσείου.
Το 2012 η γνωριμία με τον τυπογράφο Αντώνη Παπαντωνόπουλο και η απόκτηση των δύο αξιόλογων εκθέσεών του για την Ιστορία της Γραφής και την Πορεία της Τυπογραφίας και των Γραφικών Τεχνών οδήγησε στην προσθήκη μίας νέας πτέρυγας, με την οποία το Μουσείο Τυπογραφίας διπλασιάστηκε σε μέγεθος και εμπλουτίστηκε με νέα εκθέματα.
Σημαντικός και συνεχής είναι ο ρόλος των δωρητών του Μουσείου Τυπογραφίας με την προσφορά μηχανημάτων, αντικειμένων, εκδόσεων, τεχνογνωσίας και υπηρεσιών.
Στεγάζεται σε αίθουσα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, η είσοδος της οποίας βρίσκεται στην αυλή της Καθολικής Εκκλησίας Χανίων.
Περιλαμβάνει εκθέματα λαϊκής τέχνης και παράδοσης που αφορούν στη ζωή του νησιού κατά το 18ο και 19ο αιώνα. Ο επισκέπτης μπορεί να δει αναπαραστάσεις αγροτικών εργασιών (το όργωμα, τη σπορά, το θερισμό, το αλώνισμα και το πάτημα των σταφυλιών), αναπαραστάσεις οικιακών ασχολιών ακόμα και αναπαραστάσεις από παραδοσιακά επαγγέλματα όπως ο ράφτης και ο τσαγκάρης.
Αξιόλογη είναι και η συλλογή από δαντέλες και κεντήματα (μικρό μέρος της οποίας εκτίθεται αναρτημένο στους τοίχους). Εντυπωσιακά είναι τα κέρινα ομοιώματα και το νυφικό κρεβάτι.
Στην είσοδο του λιμανιού των Χανίων βρίσκεται το Φρούριο ΦΙΡΚΑ το οποίο κατασκεύασαν οι Ενετοί (1204-1669) για να εγκαταστήσουν την τοπική φρουρά ενώ αργότερα το χρησιμοποιήσαν και ως φυλακές μελλοθανάτων.
Μετέπειτα οι Οθωμανοί (1669-1898) το χρησιμοποίησαν για τον ίδιο σκοπό και εγκατέστησαν τη Διοίκηση της Μεραρχίας. Από τότε παράμεινε η ονομασία “ΦΙΡΚΑ” που στα Οθωμανικά Τουρκικά σημαίνει στρατώνας. Εδώ την 1η Δεκεμβρίου 1913 υψώθηκε η Ελληνική σημαία επισφραγίζοντας την ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ με τη μητέρα Ελλάδα.
Στην είσοδο του Φρουρίου αυτού βρίσκεται το Ναυτικό Μουσείο Κρήτης που ιδρύθηκε για να στεγάσει και να διαφυλάξει τις Ναυτικές μας παραδόσεις και ειδικότερα της Κρήτης που υπήρξαν πηγή Εθνικής Επιβίωσης, προόδου και μεγαλείου της Χώρας.
Προικοδοτήθηκε από το Πολεμικό Ναυτικό και λειτουργεί με την αμέριστη συμπαράσταση της Αντιπεριφέρειας Χανίων, του Δήμου Χανίων και του Ναυστάθμου Κρήτης.
Το Ναυτικό Μουσείο Κρήτης, εγκαινιάσθηκε την 27 Μαΐου 1973,που συνέπεσε με τη 32η επέτειο της Μάχης της Κρήτης, από τον Αντιναύαρχο Αρ. Γιαννόπουλο Π.Ν. που την εποχή εκείνη Υπηρετούσε ως Διοικητής Διοικητικής Μέριμνας Ναυτικού (Δ.Δ.Μ.Ν) στα Χανιά Κρήτης του οποίου υπήρξε και Ιδρυτής του.
Για το λόγο αυτό τιμήθηκε με το χρυσό μετάλλιο της πόλεως Χανίων, σύμφωνα με την υπ’ αρ. 121/1973 ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Χανίων, και με Τιμητικό Δίπλωμα – επιστολή του σωματείου οι “Φίλοι των Χανίων”.
Συνεχιστές του έργου του υπήρξαν όλοι αυτοί που εργάσθηκαν με ζήλο και αγάπη. Η αρίστη κατάσταση του Ναυτικού Μουσείου Κρήτης είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας όλων αυτών, που εργάσθηκαν διαχρονικά μέχρι σήμερα ώστε το Μουσείο να θεωρείται εφάμιλλο των καλύτερων Ναυτικών Μουσείων της Ευρώπης.
Το ιστορικό της Ιδρύσεως του δεν θα είχε ιδιαίτερη αξία, εάν δεν τοποθετηθεί στο κλίμα της εποχής εκείνης και στην υποδοχή που έτυχε η ίδρυση του από την κοινωνία των Χανίων.
Παράλληλα από το έτος 2011 το Μουσείο σε αναγνώριση του έργου που επιτελείται έγινε επίσημα μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Μουσείων (ICOM) και παράλληλα έγινε πρόταση να συμμετέχουμε σε επιτροπή του.
Η μάχη της Κρήτης αποτελεί ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς σε αυτή παίζεται η τελευταία πράξη του γερμανοελληνικού πολέμου. Το 1941 η Κρήτη προσθέτει τη δική της σελίδα στο διαρκή αγώνα του ελεύθερου κόσμου εναντίον των δυνάμεων της τυραννίας και του ναζισμού. Βρετανοί, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί και Έλληνες στρατιώτες έδωσαν, μαζί με τον περήφανο Κρητικό λαό , τη μάχη για την Ελευθερία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Τα εκθέματά του δίνουν μία διαχρονική εικόνα της πολιτισμικής ιστορίας του Νομού Χανίων από τη νεολιθική εποχή έως και τα χρόνια της ρωμαιοκρατίας. Η έκθεση χωρίζεται κατά πλάτος σε δύο μεγάλες ενότητες : Στο ανατολικό τμήμα εκτίθενται ευρήματα της ύστερης νεολιθικής εποχής και της χαλκοκρατίας (μινωικοί χρόνοι). Στο δυτικό τμήμα εκτίθενται αρχαιότητες της εποχής του σιδήρου (ιστορικοί χρόνοι).
Τα ευρήματα παρουσιάζονται κατά ανασκαφικά σύνολα και κατά θεματικές ενότητες. Στις συλλογές περιλαμβάνονται μινωικά ευρήματα από την πόλη των Χανίων, προϊστορικά ευρήματα από σπήλαια, μινωικά ευρήματα από διάφορες περιοχές του νομού, ευρήματα από τάφους της γεωμετρικής περιόδου, ευρήματα των ιστορικών χρόνων από την πόλη των Χανίων και από διάφορες άλλες πόλεις του νομού, νομίσματα, κοσμήματα (προϊστορικών και ιστορικών χρόνων), γλυπτά, επιγραφές, στήλες, ψηφιδωτά.
Το έτος 2000 δωρήθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων η ενδιαφέρουσα συλλογή Κωνσταντίνου, Μαρίκας και Κυριάκου Μητσοτάκη. Καταλαμβάνει τρεις μικρές αίθουσες στα βόρεια και σε επαφή με το ναό του Αγίου Φραγκίσκου. Τα εκθέματα αποτελούν το 1/3 της Συλλογής και η παρουσίαση τους ακολουθεί χρονολογική σειρά (τέλος 4ης χιλιετίας π.Χ. – 3ο αι. μ.Χ.). Περιλαμβάνονται ευρήματα μινωικής κεραμικής, πηλοπλαστικής, λιθοτεχνίας, σφραγιδογλυφίας, κοσμήματα και varia (ποικίλα αντικείμενα από διάφορες περιοχές).
Το Μουσείο διαθέτει εργαστήρια συντήρησης κεραμικής, μεταλλικών αντικειμένων, νομισμάτων, τοιχογραφιών, ψηφιδωτών και χημικό εργαστήριο, ενώ για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών υπάρχει εκθετήριο – πωλητήριο του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων στο ειδικά διαμορφωμένο κωδωνοστάσιο δίπλα στην κύρια είσοδο.
Σκοπός του Μουσείου είναι η προβολή της πολιτισμικής ιστορίας του τόπου κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, έτσι ώστε να αποτελεί πόλο έλξης πολλών επισκεπτών. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η διοργάνωση περιοδικών εκθέσεων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων και διαφόρων εκδηλώσεων πολιτισμού στο χώρο του Μουσείου.
Στη μακραίωνη ζωή του το κτίριο γνώρισε πολλές και διαφορετικές χρήσεις και δέχτηκε ανάλογες επεμβάσεις. Μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος του Γιουσούφ Πασά, σε κινηματογράφο με την επωνυμία “Ιδαίον Άντρον” και σε αποθήκη στρατιωτικών ειδών.
Ως Αρχαιολογικό Μουσείο άρχισε να λειτουργεί το 1963. Η εσωτερική αποκατάστασή του πραγματοποιήθηκε κατά τα έτη 1977 – 1981.
Το 2000 τρεις μικρές αίθουσες στα βόρεια και σε επαφή με το ναό του Αγίου Φραγκίσκου που λειτουργούσαν ως αποθηκευτικοί χώροι, μετασκευάστηκαν για να στεγάσουν τη μόνιμη έκθεση της Συλλογή Κωνσταντίνου, Μαρίκας και Κυριάκου Μητσοτάκη, που δωρήθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων.
Εκείνη την εποχή ο ενετικός στόλος κυριαρχούσε στα νερά της Μεσογείου. Από τους κυριότερους σταθμούς στους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου ήταν τα λιμάνια της Κρήτης, όπου έβρισκε καταφύγιο ο στόλος, εμπορικός και πολεμικός, για ανεφοδιασμό αλλά και για επισκευές.
Τα αρσενάλια ή νεώρια ήταν οι ειδικοί χώροι για την επισκευή των καραβιών ή για ναυπήγηση καινούριων. Είναι θολωτοί χώροι στενόμακροι (50 μέτρα μήκος, 9 μέτρα πλάτος) με μεγάλο ύψος (10 μέτρα κατά μέσο όρο), που έκλειναν με ξύλινες πόρτες. Ηταν ανοικτά προς τη θάλασσα για να μπαίνουν τα πλοία εύκολα, αλλά σήμερα μετά την κατασκευή της προκυμαίας στην αρχή του 20ου αιώνα, η θαλάσσια πρόσβαση δεν υπάρχει πια.
Επί Ενετών υπήρχαν 23 νεώρια σε δύο συγκροτήματα: 5 νεώρια ανατολικά και 15 στη βόρεια ακτή του λιμανιού. Σήμερα σώζονται μόλις 9 αρσενάλια και κάποια από αυτά λειτουργούν σαν εκθεσιακοί και συνεδριακοί χώροι.
Στο παρελθόν τα αρσενάλια χρησιμοποιήθηκαν για διάφορους ρόλους, όπως χριστιανικό σχολείο το 1872, θέατρο το 1892, δημοτικό νοσοκομείο από το 1923, δημαρχείο Χανίων από το 1928 ως το 1941.
Στη θέση της σύγχρονης πόλης των Χανίων κατά τα μινωικά και αργότερα κατά τα ιστορικά χρόνια αναπτύχθηκε μια από τις σπουδαιότερες και πιο ισχυρές πόλεις της Δυτικής Κρήτης, η Κυδωνία, η οποία όπως αναφέρει ο μύθος ήταν μια από τις τρεις πόλεις που ίδρυσε ο Μίνωας στη Κρήτη. Ο μύθος αναφέρει επίσης τον Κύδωνα, γιο του Απόλλωνα και της Ακαλλίδας, κόρης του Μίνωα, ως ήρωά της.
Κατά τους πρώτους αιώνες της μινωικής εποχής (2800 – 2100 π.Χ.) στη περιοχή των Χανίων ακμάζει ο πιο σημαντικός πρωτομινωικός οικισμός της Δυτικής Κρήτης, το κέντρο του οποίου βρίσκεται στο σημερινό λόφο Καστέλλι, πάνω από το ενετικό λιμάνι. Η θέση του δίπλα στη θάλασσα καθώς και η πλούσια ενδοχώρα που τον περιβάλλει, ευνοούν στην ανάπτυξη της γεωργίας, της κτηνοτροφίας αλλά και της αλιείας και του εμπορίου.
Ο οικισμός αναπτύσσεται και τους επόμενους αιώνες για να γνωρίσει τη μεγαλύτερη ακμή του κατά τη μινωική εποχή, στα Νεοανακτορικά και Μετανακτορικά χρόνια (1700 – 1100 π.Χ.). Ευρήματα από αυτή τη περίοδο, όπως οι πινακίδες της Γραμμικής Α και Β, οι «τάφοι των πολεμιστών» και η δεξαμενή των καθαρμών που ανασκάφηκε στη συνοικία Σπλάντζια υποδηλώνουν συγκεντρωτική διοικητική οργάνωση και ανακτορική εγκατάσταση.
Η περιοχή των Χανίων κατά τη περίοδο αυτή υπήρξε το κέντρο ενός σημαντικού υπερπόντιου εμπορικού δικτύου, καθώς η μυκηναϊκή παρουσία στη Δυτική Κρήτη γινόταν ολοένα και πιο έντονη και εκδηλώνεται στην αρχιτεκτονική, τη κεραμική και τη μικροτεχνία. Η πόλη της υστερομινωικής περιόδου παρουσιάζει οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο, με επιμελημένες κατασκευές, αποχετευτικό δίκτυο και πολυτελείς κατοικίες με ανακτορικά στοιχεία.
Κατά τα ιστορικά χρόνια η Κυδωνία είναι μια από τις πρώτες και πιο ισχυρές πόλεις-κράτη της Δυτικής Κρήτης. Ιστορικά αναφέρεται πως αποικίστηκε από Σάμιους κατά το 524 π.Χ. και αργότερα από Αιγινήτες, ενώ κατά το 429 π.Χ. δέχτηκε την επίθεση του Αθηναϊκού στόλου. Η επικράτειά της εκτείνονταν από το ακρωτήρι Σπάθα στα δυτικά μέχρι το ακρωτήρι Μελέχας στη Χερσόνησο του Ακρωτηρίου στα ανατολικά και μέχρι τους πρόποδες των Λευκών Ορέων και την επικράτεια της Απτέρας στα νότια.
Σχεδόν πάντα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τις γειτονικές της πόλεις Φαλάσαρνα, Πολυρρήνια, Έλυρο και Άπτερα για τη κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή, ενώ όταν η δύο μεγαλύτερες κρητικές πόλεις, η Κνωσός και η Γόρτυνα βρισκόταν σε διαμάχη, η Κυδωνία έδινε την υπεροχή σε αυτήν που επέβαλαν τα συμφέροντά της.
Κατά το 74 π.Χ. οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να κατακτήσουν τη Κρήτη υπό το Μάρκο Αντώνιο, οι Κρητικοί όμως αντιστάθηκαν και καταναυμάχησαν το Ρωμαϊκό στόλο έξω από την Κυδωνία. Τελικά το 69 π.Χ. ο Κόντιος Μέτελλος, αποβιβάστηκε στο κόλπο της Κυδωνίας με τρεις λεγεώνες και μετά από πολιορκία κατέλαβε τη Κυδωνία και σταδιακά την υπόλοιπη Κρήτη. Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής περιόδου η Κυδωνία αναπτύχθηκε σε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα ολόκληρης της Κρήτης, ενώ παρέμεινε ελεύθερη πόλη λόγω της φιλικής της στάσης προς τους Ρωμαίους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως το ρωμαϊκό θέατρο της αρχαίας Κυδωνίας σωζόταν μέχρι και το 1585.
Από την Μινωική και την Κυδωνία των ιστορικών χρόνων έχουν ανασκαφεί ορισμένες μόνο περιοχές, η σημαντικότερη των οποίων είναι ο λόφος Καστέλι πάνω από το ενετικό λιμάνι, ενώ η υπόλοιπη παραμένει θαμμένη κάτω από τη σύγχρονη πόλη των Χανίων.
Από τη Ρωμαϊκή πόλη, έχουν ανασκαφτεί οικοδομήματα με ψηφιδωτά δάπεδα στην πλατεία Νέων Καταστημάτων τα οποία εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων.
Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Φιλάθλων Εθνικής Ελλάδος Ποδοσφαίρου σε συνεργασία με τον Δήμο Χανίων, σας καλούν στο μεγαλύτερο Μουσείο Εθνικής Ομάδας παγκοσμίως για να θαυμάσετε τα περισσότερα από 1000 μοναδικά και αυθεντικά εκθέματα και να γνωρίσετε από κοντά την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Στην εποχή των νέων ανακτόρων το δικό της “παλάτι” διαφέντευε μια πόλη, με δρόμους, συγκροτήματα σπιτιών κι εργαστηρίων, τοιχογραφημένες “δεξαμενές καθαρμών”, ενώ διέθετε και αρχείο με πινακίδες όλων των γραμμικών γραφών. Συνέχεια της η δωρική Κυδωνία, από το όνομα του ιδρυτή της, που γρήγορα, στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. εποικίστηκε από Σαμιούς κι Αιγινήτες.
Τα λείψανα της, διάσπαρτα στη σύγχρονη πόλη των Χανίων και τα εκτεταμένα νεκροταφεία στα ανατολικά, νοτιοανατολικά και δυτικά της, αποδεικνύουν ότι το μέγεθός της υπήρξε εντυπωσιακό. Για τους λάτρεις του αρχαίου ελληνικού και κρητικού πολιτισμού, αλλά και για όποιον διψά για τη γνώση του παρελθόντος, η πόλη προσφέρει σήμερα ένα μοναδικό ταξίδι στον χρόνο.
Μεσαιωνικά – Βενετσιάνικα οικοδομήματα, θεμελιωμένα πάνω σε βυζαντινά, χτισμένα με υλικά Δωριέων. Στις ρίζες τους, το λίπασμα του μινωικού οικισμού. Ένα συνοθήλευμα εποχών μεγαλειώδες!
Kydonia| The largest and longest lived Minoan settlement in western Crete, Ku – do – ni – ja, is said to have been founded by Minos himself, on the Kasteli hill, bellow present-day Chania.
In the New Palace era, its own “palace” controlled city with streets,complexes and houses and workshops, “lustral basins” with wall paintings and had an archive containing tablets in all the linear scripts. Its continuation was Doric Kydonia, from the name of its founder, which was rapidly colonised by people from Samos and Aegina.
Its remains, scattered throughout the modern city of Chania and the extensive cemeteries to its east, south-east and west, prove that its size was impressive. For devotees of ancient Greek and Cretan civilisation and for anyone thirsting for knowledge about the past, the city provides today a unique journey through time.
Medieval-Venetian buildings, with their foundations on Byzantine edifices, build with Dorian materials. At their roots, the “fertiliser” of the Minoan settlement. A magnificent amalgam of the ages!
Εκεί, ανήμερα του Πάσχα, ανοίγοντας λάκκο για να ψήσουν τον οβελία, ανάστησαν άθελά τους οι σύγχρονοι Σεληνιώτες τον πανάρχαιο θεό τούτου του τόπου, τον βουκολικό Πάνα, που λατρευόταν στην κλασική αρχαιότητα από τους κατοίκους κι είχε δικό του μεγάλο ιερό.
Έτσι ξανάδε το φως στα 1938 το ακέφαλο άγαλμα που βρίσκεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Χανίων. Και ποιος άλλος τάχα από τούτο τον τραγοπόδαρο βοσκό θα μπορούσε να φροντίσει καλύτερα τ’ αμέτρητα κοπάδια τους;
Όγκος επιβλητικός το τείχος, γίνεται τη νύχτα ένα με τους βράχους και τις αγριάδες που φυτρώνουν στις σχισμές τους. Κατακόκκινα τα λιθάρια του στο φως της Σελήνης. Λες και τα κατοικεί, λες και στέκεται κάθε βράδυ πάνω απ’ το τείχος, ελπίζοντας ν’ ανέβει πάλι ο θεός στο ιερό του και ν’ ακούσει μια ακόμη φορά ο ήχος της εξαίσιας σύριγγας που άλλοτε την υμνούσε…
Hyrtakina| At Kastri, near Temenia of Selinon, double Cyclopean walls supplement the natural fortification provided by the sheer rocks, staunchly defending the acropolis of Hydrakina.
It was there that on Easter Day, the modern residents of Selinon, in digging a pit to roast their spitted lamb, unintentionally resurrected the ancient god of this place – the bucolic Pan, who was worshipped in Classical antiquity by the inhabitants and had a large sanctuary of his own.
And so the headless statue which is now on the Chania Archeological Museum came to light in 1938.
And who better than this goat-footed shepherd to care for their innumerable flocks?
At night, the imposing mass of the wall becomes one with the rocks and the wild plants which spring from its clefts.
Its stones turn deep red in the light of Selene-the moon. It is as if she inhabits them, as if each night the stands above the wall, in the hope that the god will again come up to his sanctuary and the sound of the exquisite pipe which once hymned her will be heard again…
Στο Πανωχώρι Σελίνου, στον Άγιο Ζωσιμά, μέσα στη χαράδρα και σε υψόμετρο 500 μ., οι άνθρωποι των ορέων ίδρυσαν στους κλασικούς χρόνους ένα ιερό αφιερωμένο στον Ποσειδώνα των Ταύρων, με την αρχέγονη, χθόνια ιδιότητα του θεού.
Υπαίθριο, ηλιόλουστο, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του θεού, ένας ορθογώνιος βωμός όλος κι όλος για να φτάνουν εύκολα ως αυτόν οι προσευχές και η μυρωδιά από τις σάρκες των τρυφερών αιγοπροβάτων, που θυσιάζονταν εκεί προς τιμήν του.
Πλήθος τα δώρα των προσκυνητών. Χιλιαδες μικροί πήλινοι ταύροι δίπλα στον βωμό, στραμμένοι όλοι προς τη δύση – αναθήματα αγροτων σε κείνον που όριζε τους σεισμούς και μεριμνούσε για τη γονιμότητα του τόπου – αλλά και αμέτρητοι απλοί σκύφοι για την τελετουργία.
Οι ικεσίες ωστόσο των πιστών δεν κατάφεραν ν’ αλλάξουν τη μοίρα του ιερού του. Τόσο το ίδιο όσο και οι εκκλησίες του Αγίου Ζωσιμά και της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που κτίστηκαν αιώνες μετά εκεί κοντά, με υλικά παρμένα από τον βωμό και τ’ άνδηρά του, καταστράφηκαν από την πτώση των βράχων.
Tsiskiana| At Panochori of Selinon, at St Zosimas, in the gorge and at a height of 500 metres, the people of the mountains set up in Classical times a sanctuary, dedicated to Poseidon of the Bulls, the primitive, chthonic avatar of the god.
In the open air, bathed in sunlight, under the alert eye of the god – a rectangular altar is all there is, so that prayers and the savour from the flesh of the render sheep and goats sacrificed there in his honour would easily reach him.
There was a host of gifts from pilgrims. Thousands of small clay bulls next to the altar, all facing west – offerings of farmers to him who decreed earthquakes and attended to the fertility of the area – and innumerable simple drinking-cups for the ritual.
But the supplications of the worshippers did not succeeded in altering the fate of his sanctuary. Both that and the churches of St Zosimas and of the Blessed Mary of Egypt, built centuries afterwards nearby, with materials taken from the altar and its terraces, were destroyed by rockfalls.
Πρόκειται πιθανότατα για μια ομώνυμη ελληνική πολίχνη, εξαρτημένη μάλλον από την ισχυρή γειτονική Πολυρρήνια. Διακρίνονται στον βράχο λαξεύματα για τη θεμελίωση κατοικιών, δεξαμενές, κλίμακες, δρόμοι, πλατεία και αγωγοί ομβριών υδάτων, καθώς το νερό θα ήταν ασφαλώς πολύτιμο για τον απόκρημνο τούτο τόπο.
Γι’ αυτό τα κανάλια σκαμμένα επιμελώς στον βράχο φρόντιζαν να οδηγείται σε υδρορροές και από ‘κει σε δεξαμενές έτοιμες να το περισυλλέξουν.
Στην κορυφή του λόφου μια οχυρωμένη ακρόπολη και τέσσερις τουλάχιστον δεξαμενές. Νοτιότερα στη θέση “Ελληνικά”, ένα μεγάλο νεκροταφείο με λαξευτούς επίσης τάφους.
Rokka| A whole settlement, perched on the slopes below the imposing rock of Rokka, west of Chania.
This was most likely a Hellenistic town of the same name, probably a dependency of powerful neighbouring Pollyrhenia. Rock diggings can be seen, for the foundations of houses, cisterns, stairways, streets, a square and rainwater channels, since the water was certainly important for this precipitous site.
And so channels carefully carved out of the rock ensured that it was carried into gutters and from there into cisterns ready to collect it. At the top of the hill were a fortified acropolis and at least four cisterns.
Further to the south, at a site called “Ellinika”, there is a large cemetery where the graves are also carved in the rock.
Στην ενδοχώρα της Κισσάμου ιδρυμένη σ’ έναν λόφο που δεσπόζει στον κάμπο και τον κόλπο, η αρχαία Πολυρρήνια, ισχυρή και πλούσια σε “ράνεα”, πρόβατα δηλαδή, άνθησε στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους.
Εδώ ψηλά ανέβηκε ο άνακτας των Αχαιών και πορθητής της Τροίας Αγαμέμνων, όταν αναγκάστηκε, οδηγημένος από του Ποσειδώνα τη μανία, να καταφύγει στις κοντινές ακτές. Ήθελε να προσφέρει θυσία στους θεούς, μα αποχώρησε εσπευσμένα, μαθαίνοντας πως δραπέτευσαν οι Τρώες αιχμάλωτοι που μετέφερε κι έκαιγαν, την ίδια εκείνη ώρα τα πλοία των Αχαιών.
Μέσα στα τείχη της πόλης, ελληνιστικές οικίες, με κάποια από τα δωμάτια τους λαξευμένα στον βράχο και κατά το λοιπό μέρος κτισμένες με πέτρες πελεκητές, ξύλα και κεραμίδια.
Στοιχείο απαραίτητο της καθημερινής ζωής οι πολυάριθμες στέρνες, διάσπαρτες, λαξευμένες στον βράχο κι αυτές.
Στενά δεμένος με τη φύση, ο Πολυρρήνιος ήθελε, ως φαίνεται, να βρίσκεται διαρκώς στην αγκαλιά της. Ακόμα και η κατοικία του, εκεί που περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, έπρεπε να ‘ναι δικό της κομμάτι. Και δίχως άλλο, τούτος ο βράχος του πρόσφερε την αμεσότερη κι ασφαλέστερη λύση.
Polyrrhenia| In the hinterland of Kissamos, standing on a hill which dominates the plain and the bay, ancient Polyrrhenia, powerful and rich in “rhenca” – sheep – flourished in Hellenistic and Roman times. It was up here that Agamemnon, king of the Achaeans and conqueror of Troy, came when, driven by the fury of Poseidon, he was forced to take refuge on the nearby coast.
He wanted to offer sacrifice to the gods, but he left in haste on hearing that the Trojan prisoners whom he was transporting had escaped and were burning the Achaeans’ ships at that very moment.
Within the walls of city, were Hellenistics houses, with some of their rooms carved out of the rock and the rest built with dressed stones, wood and tiles. A necessary feature of everyday life were the numerous scattered cisterns, also carved out of the rock.
Closely bound up with nature, the Polyrrhenian seems to have wanted to be constantly in its embrace. Even his house, where he spent most of his life, had to be a part of it. And it goes without saying that this rock provided him with the most immediate and most secure solution.
Στα πρανή του λόφου, τάφοι λαξευτοί, υπόσκαφοι, αλλά απλοί, για έναν κι άλλοι μεγαλύτεροι με περισσότερους θαλάμους όσους χρειαζόταν για να στεγάσουν μια ολόκληρη οικογένεια στην άλλη ζωή.
Οι επιδράσεις μακρινές, από την εξωτική Αλεξάνδρεια του Πτολεμαίου, σε χρόνους που η Μεσόγειος αποτελούσε ισχυρότατο συνδετικό κρίκο για το σύνολο του ελληνιστικού κόσμου. Αρωγός των ζωντανών ήρθε άραγε η βροχή, σχηματίζοντας στο χώμα έξω από αυτά τα μνήματα ψευδο-είσοδο;
Μην ήθελε να τους προσφέρει την ψευδαίσθηση ότι σε τόπο όπου λιμνάζουν τα δικά της νερά πρόκειται κάποτε να περάσουν κι όχι σ’ εκείνα της Αχερουσίας; Ή μήπως θέλησε έτσι να παραπλανήσει τους συλητές, που ανίεροι ταράζουν κάθε τόσο τη γαλήνη του άλλου κόσμου;
Αν επρόκειτο για το τελευταίο, άργησε. Το μίασμα είχε ήδη διαβεί την πόρτα του τάφου, όπως και άλλων πολλών κι είχε ήδη με θράσος “αγοράσει” την προίκα του νεκρού. Μόλις για έξι πένες, αό φθηνό μέταλλο κι αυτές χωρίς καμιάν αξία. Γιατί στα λιγοστά ευρήματα των συλημένων τάφων περιλαμβάνεται κι ένα τέτοιο νόμισμα, απώλεια προφανώς του ξένου αρχαιοκάπηλου.
Polyrrhenia| For their last dwelling-place, the Polyrrhenians chose a location to the west of the acropolis, outside the walls. On the slopes of the hill, were tombs hewn out of the rock, some of them simple, for one person and others larger, with more than one charmer – as many as were needed to house a whole family in the next life.
The influences came from afar, from the exotic Alexandria of Ptolemy, in times when the Mediterranean was an extremely strong connecting link for the whole of the Hellenistic world. Was it as a help to the living that the rain came to form a false entrance into the earth outside these tombs? Did it want to give them the illusion that they would some day pass into a lake formed by its own water and not into that of Acherusia? Or did it perhaps, wish in this way to mislead the grave-robbers who impiously disturbed, every now and then, the peace of the other world?
If the latter, it was too late. The miasma had already entered the door of the tomb, as it had that many others and had already insolently bought the dowry of the dead, for just six worthless pennies, of cheap metal. Because such currency, clearly lost by the foreign grave-robber was among the very few finds from the looted tombs.
Μέλος βασικό και έδρα ιερή της Ορεινής Ομοσπονδίας υπήρξε άλλοτε σημείο κομβικό. Δρόμοι αρχαίοι τη συνέδεαν με την ισχυρή Έλυρο και την οχυρή Υρτακίνα.
Ο μέγας θεράπων Ακληπιός, στον δωρικό του οίκο, υποδεχόταν εκεί τους ασθενείς για να τους προσφέρει ίαμα θαυματουργό, το νερό της ιερής πηγής του.
Αμέτρητοι οι επισκέπτες κι αμύθητα τα πλούτη που χάρισε στην πόλη. Τόσα, ώστε να συγκαταλέγεται στις λιγοστές της Κρήτης που διέθεταν νόμισμα χρυσό. Η φήμη του κράτησε ζωντανό το λατρευτικό του κέντρο και στους ρωμαϊκούς ακόμη χρόνους.
Έργο Ιταλών άλλωστε, που έφθασαν ακόμα κι αγάλματα του Τιβέριου, του Καίσαρα τους του Σεβαστού, να του αφιερώσουν, είναι τα τελευταία ψηφιδωτά του ιερού του.
Και από φθόνο προφανώς, για τη δόξα της και τη δόξα του Θεού της, αποφάσισε ο Εγκέλαδος να ξεκολλήσει βράχους πελώριους από το βουνό και να σκεπάσει το περιλάλητο ιερό της.
Σφραγίστηκε για πάντα, τύχη όμως αγαθή θέλησε να ξαναδούν το φως οι πολυγωνικές καλοδουλεμένες πέτρες του, τα ωραία δάπεδα με τις πολύχρωμες ψηφίδες και οι πολλές δεκάδες των αφιερωμένων σ’ αυτό αγαλμάτων – αναθήματα στον Ασκληπιό και την Υγιεία.
Σήμερα μια σκοτεινή υδρορροή στον πολυγωνικό τοίχο του ιερού μαρτυρεί την πορεία του θαυματουργού αυτού νερού, που έρεε κάποτε άφθονο μπροστά από την δεξαμενή.
Πόσοι πέρασαν μέρες και μέρες εδώ, πόσοι δεν ικέτεψαν για την ευλογία του, ευλαβικά αφημένοι στις βουλές του, την φροντίδα των ιερών του και τη δροσιά της ιαματικής πηγής του;
Στο πέρασμα των αιώνων η πηγή βέβαια στέρεψε κι οι ασθενείς ξέχασαν τον Ασκληπιό, αφήνοντας στο έλεος του χρόνου το ιερό του. Αλλά το φίδι, ο Ασκάλαβος αγαθοποιό και θεραπευτικό πνεύμα κι αχώριστος σύντροφος του θεού, είναι ακόμη εδώ.
Ζει και πολλαπλασιάζεται ασταμάτητα, κάτω από τις καυτές πέτρες του Ασκληπειού του.
Στέκονται ανοιχτοί προς την ανατολή, άδειοι, διατηρώντας ωστόσο την καμαρωτή οροφή τους που προφυλάσσει από τα στοιχεία της φύσης τα λαξευμένα στον βράχο πεζούλια τους και τις κόγχες.
Ατενίζουν τη μικρή κοιλάδα και την ξεχασμένη πολιτεία που άνθησε κάποτε εκεί, μακαρίζοντας τους περιηγητές που ακολουθώντας σύγχρονα, καλοσχεδιασμένα μονοπάτια, φθάνουν ως αυτήν και την ανακαλύπτουν.
Θα βρουν το Ασκληπιείο και την ιερή του κρήνη, τη στοά, τα λουτρά και τις κατοικίες των ιερών, τις αρχαίες λιμενικές εγκαταστάσεις και τα δημόσια κτίσματα.
Κι ακόμα τα λείψανα δύο παλαιοχριστιανικών βασιλικών, που αιώνες κατοπινοί προσέθεσαν στο τοπίο, στη θέση όπου δύο βυζαντινές εκκλησίες της Παναγίας και τ’ Αη Κύρκου, επισημαίνουν πως ο χώρος παραμένει ιερός.
Lissos| It is one hour’s walk down a wild gorge, from Syia to the embrace of the little bay at Ai-Kyrkos, where the forgotten Hellenistic and Roman Lissos lies hidden.
An important member and the sacred headquarters of the Mountain League, it was once a nodal point. Ancient roads linked it with powerful Elyros and fortified Hyrtakina.
The great healer Asclepius, in his Doric home, received patients there, to supply them with the water – a miraculous cure – from his sacred spring. The renown of his simple temple was great. The visitors were innumerable, and the wealth which it granted the city was very great. So great, in fact, that it was among the very few Cretan cities which had a gold currency.
Its fame kept its cult centre alive even in Roman times. The last mosaics in his sanctuary are in any event the work of Italians, who even brought statues of Tiberius, their revered Caesar, to dedicate to him. And so it was clearly out of envy of its glory and the glory of its god that Enceladus – the earthquake Titan – decided to detach huge rocks from the mountain and bury this famous sanctuary.
It was sealed for ever, but good fortune willed its well – dressed polygonal stones, the fine floors with the multicoloured mosaics and the scores of statues dedicated to it – offerings to Asclepius and Hygeia – to see the light of day again.
The sacred water of Lissos, blessed by Asclepius of the snakes himself swiftly to relieve people of any disease, made the city famous in the ancient world.
Today a dark watercourse in the polygonal wall of his sanctuary bears witness to the route followed by this wonder-working water, which once flowed abundantly in front of the cistern.
How many people spent days of end here, how many pinned their hopes for a cure on the merciful god, how many implored his blessing, devotedly abandoning themselves to his will, to the care of his priests and the cooling water of his healing spring?
With the passage of centuries the spring dried up of course and the sick forgot Asclepius, abandoning his sanctuary to the mercies of time. But the snake Askalavos, a benevolent and healing spirit, and inseparable companion of the god, it still here. He lives and multiplies ceaselessly, under the hot stones of his Asklepieion.
Roman tombs, above-ground, arch-roofed monuments, carefully built and with their whole vault plasterred, stand imosingly today on the western slope of the hill, above the peacefully valley of Lissos, which once bustled with life.
They stand open to the east, empty, but retaining their arched ceiling which protects their ledges, carved from the rock and their conches from the elements of nature.
They look out over the small valley and the forgotten city which once flourished there, blessing for their good fortune the travellers who following modern, well-designed footpaths, arrive there and discover it.
They will find the sanctuary of Asclepius and his sacred spring, the portico, the baths and the homes of the priests, the ancient harbour facilities and the public buildings.
They will also find the remains of two Early Christian basilicas which sybsequent ages added to the landscape; on a site where two Byzantine churches – of Our Lady and of Ai Kyrkos – draw attention to the fact that the place remains sacred.
Πόλη ομώνυμη με τη σημερινή, ήλεγχε κάποτε ολόκληρη την περιοχή της κοιλάδας του Κακοδικιανού, μέχρι το επίνειό της, την Καλαμύδη. Ο τόπος πλούσιος σε φλέβες χαλαζία, με υψηλή μάλιστα περιεκτικότητα σε μολυβδούχο άργυρο και σε χαλκοπυρίτη.
Το μαρτυρούν τα ορύγματα που βρέθηκαν στα βορειανατολικά της και οδηγούν στις φλέβες του μεταλλεύματος αλλά και οι εκατοντάδες κάμινοι εκεί σιμά, που χρησιμοποιήθηκαν κάποτε για την επεξεργασία του.
Η πόλη χάρηκε προφανώς και τα ελληνιστικά της χρόνια, αλλά στα ρωμαϊκά κυρίως πρέπει να γνώρισε την ακμή της. Έτσι δείχνουν τα ερείπια ενός πολύ μεγάλου ρωμαϊκού κτιρίου του 3ου αιώνα μ.Χ., κάποιου πραιτωρίου ίσως με ψηφιδωτό δάπεδο και βάση αγάλματος του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σέπτιμου Σεβήρου (146-211 μ.Χ). Όσο για τον τάφο της Κανδάνου που αποτυπώνεται εδώ, ήταν έτσι όμορφα λαξευμένος στον βράχο, ώστε όταν η μεγάλη πλάκα έκλεινε την είσοδό του, να κρύβεται εντελώς από τα μάτια των θνητών.
Μόνον η κόγχη του μαρτυρεί πως κάπου εκεί θα έπρεπε ο ερευνητής ν’ αναζητήσει την τελευταία κατοικία κάποιου απ’ τους πολίτες της. Οι αιώνες πέρασαν και ο τάφος έχει πλέον άλλη χρήση. Από μακριά μοιάζει τώρα με μικρή κατοικία σκαμμένη στον βράχο, με την πόρτα χαμηλή κι ένα παράθυρο ανοιγμένο σ’ ένα κομμάτι της κόγχης του.
Kandanos| When the Arabs seized Crete in the year 823 A.D. they destroyed whatever remained of ancient Kandanos.
A city whose name has been retained today, it once controlled the whole of the Kakodikianos valley area, as far as its port, Kalamidi. Its site was rich in veins of quartz, with a high plumbiferous silver and copper pyrite content.
Testimony to this os borne by the diggings found to the north-east of it, which lead to the veins of the mineral, as well as, by hundrends of kilns close by once used for its processing. The city clearly enjoyed its Helenistic period, but it must have been in Roman times above all when it was as its zenith.
This is shown by the remains of a very large Roman buildings of the third century A.D., a practorium perhaps, with a mosaic floor and the base of a statue of Septimius Severus.
As to the tomb of Kandanos shown here, it was so beautifully carved out of the rock that when the great slab scaled its entrance, it was totally hidden from the eyes of mortals.
Only its conch bares witness that it was somewhere there that the researcher should look for the last resting place of one of its onhabitans.
The centuries passed and the tomb now has another use. From a distance it looks like a little house cut out of the rock, with a low door and a window opened in a parts of its conch.
Ελληνιστικό ή υστερότερο, το κάστρο κυριαρχούσε στην κοιλάδα του Αζογυρέ κι επιτηρούσε την παραλία της Παλαιόχωρας. Ίσως πρόκειται για μια προχωρημένη βίγλα της αρχαίας Κανδάνου, που επόπτευε το λιμάνη της Καλαμύδης και μια φρυκτωρία ταυτόχρονα, που ειδοποιούσε γοργά την πόλη για την εμφάνιση στο πέλαγος εχθρικών ιστιών.
Ένα σύστημα ταχείας αποστολής μηνυμάτων που επαίνεσε εμμέσως ο Αισχύλος στην τραγωδία του Αγαμέμνωνα, γράφοντας πως με τον τρόπο αυτό το μαντάτο της άλωσης της Τροίας προς την Κλυταιμνήστρα έφθασε στις Μυκήνες μέσα σε μια μέρα.
Λίγο πιο πέρα τα ίχνη ενός κυκλικού πύργου, με διάμετρο εξήμισι μέτρα και τα θεμέλιά του πάνω στον βράχο, – αλλά και τμήματα διπλού τείχους – μεγάλοι ορθογώνιοι δόμοι από σιδερόπετρα – που συμπλήρωναν προφανώς την οχύρωση.
Kastri of Palaiochora
Above Anydri, in the Sfakia region, the ruins of a small fortification and the remains of buildings, still plentiful, stand at an altirude of 300 metres, at Kastraki of Palaiochora. The castle, Hellenistic or later date, dominated the valley of Azogyres and watched over the coast of Palaiochora. It may have been a fortified lookout post of ancient Kandanos, which surveyed the harbour of Kalamydi and probably also a beacon which rapidly warned the city of the appearance of enemy sails – a system of sending messages quickly, which Aeschylis praised by implication in his tragedy Agamemnon, where he writes that it was by this means that the news of the fall of Troy reached Clytemnestra at Mycenae whithin a day.
A little further off there are the traces of a circular tower, six and a half metres in diameter and its foundations on the rock, as well as sections of a double wall – large rectangular courses of ironstone – which clearly supplemented the fortification.
Κουβαλά επιρροές από τις ολόφωτες Κυκλάδες, υιοθετημένες απ’ αυτούς που είχαν στα γύρω υψώματα τα σπιτικά τους. Μνημείο μικρό και θολωτό, σαν εκείνα του Αιγαίου, κτισμένο εκφορικά, με πλάκες ποταμίσιες, φιλοξενούσε μια σορό, κουρνιασμένη σαν βρέφος στην κοιλιά της μάνας του.
Μικρή και η κτέρισή του, δυο αγγεία όλα κι όλα, μια χύτρα για το φαγητό κι ένα κύπελο για να σβήνει η δίψα. Πρωτόγνωρο για μας να βλέπουμε παλαιούς Μινωίτες ν’ αναπαύονται μόνοι σε τέτοιας λογής τάφους. Οι περισσότεροι προτιμούσαν να θάβονται μαζί με το γένος τους, σε τάφους μεγάλους, θολωτούς, με τέχνη περισσή καμωμένους.
Nea Roumata
Through small in size, the Early Minoan tomb, which was found in the Nea Roumata valley of Chania, is great in importance. It shows influences from the light-respledent Cyclades islands, adopted by those who had set up their houses on the surrounding heights.
A small vaulted monument, like those of the Aegean, built by the so-called ‘ecphoric’ system (in projection), with flat stones from river-beds, it hosted a single corpse, curled up like a foetus in its mother’s womb.
The grave-offerings were paltry, two vessels in all, a pot for food and a cup for quenching thirst. It is unprecedented for us to see Minoans of old reposing alone in tombs of this kind. Most of them preferred to be buried together with their family, in large vaulted tombs, constructed with the greatest skill.
Φτωχά απομεινάρια του αρχαίου τείχους στη Σούγια, λείψανα οικοδομημάτων ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων και τμήματα υδραγωγείου, μήκους περίπου οκτώ χιλιομέτρων. Τότε κατέβαζε νερό από την Έλυρο στην ακρογιαλιά.
Το ίδιο νερό που σήμερα κατεβαίνει από τον Άγιο Παύλο και αρδεύει την περιοχή Λιβαδά Χανίων. Ο ρωμαϊκός τάφος στην κοίτη του ξερού σήμερα ποταμού μοιάζει περισσότερο με σπήλαιο. Αιώνες τώρα άδειος, έχει αλλάξει ρόλο.
Δεν αποτελεί πια κατάλυμα νεκρών, μα ζωντανών πλασμάτων. Κι ενώ άλλοτε άκρα σιωπή και σκοτάδι βασίλευαν στο εσωτερικό του, τώρα φως και κοπάδια του βουνού το πλημμυρίζουν.
Souyia
The remains of ancient Syia, a port of Elyros which flourished in Roman and Early Christian times, are very sparse. Meagre relics of the ancient wall, remains of buildings of Hellenistic and Roman times and sections of an aqueduct some eight kilometres on lenght.
At that time it brought water down from Elyros to the seashore -the same water which now comes down from St Paul and irrigates the Livadas area of Chania. The Roman tomb in the bed of the river, dry today, is more like a cave.
Empty now for centuries, it has changed roles: it is no longer accommodation for the dead, but for living beings. And though total silence and darkness once reigned in its interior, now light and flocks from the mountains flood it.
Ο λιμένας στα Φαλάσαρνα, γνώρισε πειρατικές επιδρομές, φιλοξένησε συχνά στα ασφαλή νερά του πλοία κουρσάρικα.
Εξ’ ίσου συχνά εμπόδισε, με τη γερή αλυσίδα που έκλεινε την είσοδό του, εχθρούς να περάσουν στην πόλη. Στάθηκε ωστόσο ανήμπορος μπροστά στην πανίσχυρη ρωμαϊκή στρατιά.
Έκτοτε άρχισε μέρα τη μέρα να ρηχαίνει και μια δυνατή παλίρροια το 66 μ.Χ ήταν αρκετή για να γεμίσει άμμο και όστρεα θαλασσινά.
Το έτος 375 μ.Χ ωστόσο, ο Ποσειδώνας προσφέρθηκε να τον λυτρώσει.
Μ’ ένα τεκτονικό σεισμό τον ανύψωσε, μαζί με όλη την ακτογραμμή της Φαλάσαρνας, γύρω στα 6,6 μ. Πάνω από δεκάξι αιώνες μετά η αρχαιολογική σκαπάνη αποκαλύπτει ένα ένα τα ιστορικά λιθάρια που σχημάτιζαν άλλοτε τις αποβάθρες του.
Τώρα οι δέστρες τους προβάλλουν αγέρωχα έξω από το νερό, ελπίζοντας να δέσει κάποτε εκεί κάποιο καράβι…
The long-suffering harbour of Phalassarna west of Chania remained hidden for centuries – not in the sea, but on dry land, burried under the sand and earth.
It had been subjected to pirate raids, it had frequently prevented enemies from reaching the city by the strong chain which closed its entrance.
Nevertheless, it proved powerless against the mighty Roman army.
Ib 68BC, the legions of Metellus swept away its buildings and as a punishment for the resistance it had put up, blocked its mouth with enormous rocks. From then on it began to become shallower day by day and sea-shells.
But in the year 375AD, Poseidon came to redeem it. By a tectonic earthquake he raised it about 6,6 metres, togetrher with the whole coasline of Phalassarna.
More than sixteen centuries afterwards, the spade of archaeologists reavealed one by one the historic stones which had once formed its piers.
Now their bollards proudly project from the water, hoping that one day some vessel will moor there again…